προκοιτών

προκοιτών
-ῶνος, ὁ, Α
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκοιτών — ante chamber masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοίτων — πρόκοιτος one who keeps watch before masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιτῶνι — προκοιτών ante chamber masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προκοιτῶνος — προκοιτών ante chamber masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευνάστρια — η (Μ κατευνάστρια) νεοελλ. θηλ. τού κατευναστής* μσν. 1. η γυναίκα που οδηγεί κάποιον στην κλίνη, γυναίκα θαλαμηπόλος («τῶν προκοίτων καὶ κατευναστριῶν γυναικῶν», Νικ. Χων.) 2. αυτή που προκαλεί τον θάνατο («κύλιξ ζωής κατευνάστρια», Νικ. Χων.).… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”